- λευκηναί
- λευκ-ηναί, αἱ,A chestnuts from Λευκαί (or Λεῦκαι) on Mt.Ida, Gal.6.778.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκηναί — λευκηναί, αἱ (Α) [Λευκές] κάστανα από την περιοχή Λευκές ή Λεύκες, η οποία βρισκόταν στο όρος Ίδη … Dictionary of Greek
λευκηναί — chestnuts from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκηνάς — λευκηνά̱ς , λευκηναί chestnuts from fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)